- ματτυολοιχός
- ματτυολοιχός και ματιολοιχός και, κατά τον Ησύχ., ματαιολοιχός, ὁ (Α)1. αυτός που εξαπατά στο μέτρημα, ψευδομετρητής2. (κατά τον Ησύχ.) «ματαιολοιχόςὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῡργος καὶ λίχνος».[ΕΤΥΜΟΛ. < ματτύη + -λοιχός (< λείχω), πρβλ. αιματο-λοιχός, τραπεζο-λοιχός. Ο τ. ματιολοιχός είναι εσφ. γρφ. τού ματτυολοιχός, ενώ ο τ. ματαιολοιχός έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' επίδραση τού μάταιος].
Dictionary of Greek. 2013.